- σαλικυλικός
- -ή, -ό, Ν1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη»χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην φαρμακοβιομηχανία, στην αναλυτική χημεία ως αντιδραστήριο και σε οργανικές συνθέσεις, αλλ. σαλικυλαλδεΰδη και σαλικυλάληβ) «σαλικυλική αλκοόλη» — κυκλική οργανική ένωση και, συγχρόνως, αρωματική αλκοόλη, που απαντά με την μορφή τού γλυκοζίτη σαλικίνη στον φλοιό τής ιτιάς και τής λεύκας και χρησιμοποιείται στην φαρμακευτική ως αντιπυρετικό, τοπικό αναισθητικό και τονωτικόγ) «σαλικυλικό οξύ»(χημ.-φαρμ.) κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματικό μονοκαρβονικό οξύ, που σε ελεύθερη κατάσταση απαντά στη φύση σε πολλά φυτά, αλλά παρασκευάζεται και συνθετικώς, και χρησιμοποιείται ευρύτατα στη φαρμακευτική για την παρασκευή τού ακετυλοσαλικυλικού οξέος, τής γνωστής ασπιρίνης, όπως και οι εστέρες και τα άλατά του, καθώς και στη βιομηχανία χρωμάτωνδ) «σαλικυλικό νάτριο»(φαρμ.) άλας τού σαλικυλικού οξέος που για μακρό χρονικό διάστημα υπήρξε το κατ' εξοχήν φάρμακο για τους οξείς ρευματισμούς τών αρθρώσεωνε) «σαλικυλικό αργίλιο»(φαρμ.) άλας τού σαλικυλικού οξέος που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό τού εντέρου και ως αντιδιαρροϊκόστ) «σαλικυλικό λίθιο»(φαρμ.) άλας τού σαλικυλικού οξέος με διουρητική δράσηζ) «μεθυλεστέρας τού σαλικυλικού οξέος»(φαρμ.) συστατικό διαφόρων φυτικών αιθέριων ελαίων που χρησιμοποιείται τοπικά για τις αναισθητικές και υπεραιμιστικές ιδιότητές του, κυρίως σε αντιρρευματικές αλοιφέςη) «σαλικυλική αντιπικρίνη»(φαρμ.) αναλγητικό και αντιθερμικό φάρμακοθ) «σαλικυλικό β-ναφθύλιο» ή «βετόλη»(φαρμ.) άλας τού σαλικυλικού οξέος που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό τών εντέρων και ως αντιρρευματικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salicylic (acid) < salic-ine (< λατ. salix, -icis «ιτιά», στον φλοιό τής οποίας κυρίως απαντά το οξύ καθώς και οι εστέρες του) + κατάλ. -yl + κατάλ. -ic].
Dictionary of Greek. 2013.